ζερβόδεξος

ζερβόδεξος
-η, -ο
1. αυτός που χρησιμοποιεί με την ίδια ευκολία και τα δύο χέρια
2. ο τοποθετημένος δεξιά κι αριστερά.
επίρρ...
ζερβόδεξα
προς τα αριστερά και προς τα δεξιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζερβόδεξος — η, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι εξίσου καλά όπως και το δεξί. 2. ό,τι γίνεται ή βρίσκεται αριστερά και δεξιά. Επίρρ. ζερβόδεξα: Έσπρωχνε ζερβόδεξα τους συγκεντρωμένους για να περάσει ανάμεσά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”